Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ίας οἶνος

См. также в других словарях:

  • σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • καπνίας — ο (Α καπνίας) νεοελλ. ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή τού κρυσταλλικού χαλαζία αρχ. 1. ο καπνισμένος 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. κωμική ονομασία τού κωμωδιογράφου Εκφαντίδου 4. φρ. «καπνίας οἶνος» α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε… …   Dictionary of Greek

  • κωνίας — κωνίας, ὁ (Α) φρ. «κωνίας οἶνος» οίνος, στην παρασκευή τού οποίου χρησιμοποιούσαν και πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + επίθημα ίας, που δηλώνει ονομασίες κρασιών (πρβλ. ομφακ ίας, πιτυρ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλίας — ὁ, Α (συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα ίας (πρβλ. τρυγ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • ομφακίας — ὀμφακίας, ὁ (Α) 1. υπόξινος οίνος παρασκευασμένος από άγουρα σταφύλια, χυμός από άγουρα σταφύλια 2. (ως επίθ. αρσ.) μτφ. οξύς, δριμύς, τραχύς, αυστηρός («δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τὸν θυμὸν ἀνδρῶν», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀμφακίαι νεκροί»… …   Dictionary of Greek

  • σαπρίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) παλαιό και ευώδες γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός (για κρασί) «παλιό, γινωμένο, με γλυκιά γεύση» + επίθημα ίας (πρβλ. κων ίας, ομφακ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • οινιάς — οἰνιάς, άδος, ἡ (Α) είδος άγριου περιστεριού, αλλ. οινάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κρην ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • τροπίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κομμένο, χαλασμένο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω* + κατάλ. ίας (πρβλ. ὀμφακ ίας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»